προσφωνήσῃς

προσφωνήσῃς
προσφωνέω
call
aor subj act 2nd sg
προσφωνέω
call
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσφωνήσηις — προσφωνήσῃς , προσφωνέω call aor subj act 2nd sg προσφωνήσῃς , προσφωνέω call aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοσεβής — ές (AM θεοσεβής, ές) 1. αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς 2. το ουδ. ως ουσ. το θεοσεβές η ευσέβεια νεοελλ. (υπερθ.) θεοσεβέστατος τίτλος προσφώνησης αρχιμανδριτών. επίρρ... θεοσεβώς (Α θεοσεβῶς) κατά τρόπο θεοσεβή, ευσεβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λογιότητα — η (AM λογιότης) [λόγιος] 1. η ιδιότητα τού λόγιου ανθρώπου 2. είδος φιλοφρονητικής, τιμητικής προσφώνησης καλλιεργημένων πνευματικά ανθρώπων μσν. αρχ. 1. ευφράδεια, ευγλωττία 2. λογικότητα αρχ. 1. η αγάπη για τους λόγους ή τους παλαιούς μύθους 2 …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

  • μιλαίδη — η τιμητικός τίτλος προσφώνησης Αγγλίδας, συζύγου λόρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. milady < my Lady «κυρία μου»] …   Dictionary of Greek

  • παίδευση — η (ΑΜ παίδευσις) [παιδεύω] 1. εκπαίδευση, αγωγή, παιδεία («Έλληνας καλεῑσθαι τοῡς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας», Ισοκρ.) 2. το αποτέλεσμα τής εκπαίδευσης, οι γνώσεις, η μόρφωση («οὐ ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως», Αριστοφ.) μσν. φρ. «ἡ σὴ… …   Dictionary of Greek

  • τιμιότητα — η / τιμιότης, ητος, ΝΑ [τίμιος] νεοελλ. η ιδιότητα και ο χαρακτήρας τού τίμιου, εντιμότητα, ευσυνειδησία αρχ. 1. η ιδιότητα αυτού που γίνεται αντικείμενο τιμής και σεβασμού 2. υλικός πλούτος, πολυτέλεια 3. φρ. «ἡ σὴ τιμιότης» (τύπος προσφώνησης)… …   Dictionary of Greek

  • θεοφιλής — ής, ές γεν. ούς, αι. ή, πληθ. ουδ. ή, θεάρεστος· το υπερθ. του αρσ., θεοφιλέστατος τίτλος προσφώνησης χωρεπισκόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιλόρδος — ο (λ. αγγλ.), τίτλος προσφώνησης των λόρδων στη Bρετανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”